- ευκατανόητος
- -η, -ο (ΑΜ εὐκατανόητος, -ον)αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-νοητός (< κατα-νοώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκατανόητος — easy to observe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατανόητον — εὐκατανόητος easy to observe masc/fem acc sg εὐκατανόητος easy to observe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατανοήτου — εὐκατανόητος easy to observe masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατανοήτους — εὐκατανόητος easy to observe masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατανοήτων — εὐκατανόητος easy to observe masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατανόητα — εὐκατανόητος easy to observe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατανόητοι — εὐκατανόητος easy to observe masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)